επικαρπώτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επικαρπώτρια | οι | επικαρπώτριες |
| γενική | της | επικαρπώτριας | των | επικαρπωτριών |
| αιτιατική | την | επικαρπώτρια | τις | επικαρπώτριες |
| κλητική | επικαρπώτρια | επικαρπώτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επικαρπώτρια < επικαρπωτής + -τρια
Μεταφράσεις
επικαρπώτρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.