επιβραβεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επιβραβεύω < ελληνιστική κοινή ἐπιβραβεύω
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pi.vɾaˈve.vo/
Ρήμα
επιβραβεύω (παθητική φωνή: επιβραβεύομαι)
Συγγενικά
- επιβραβευμένος
- επιβράβευση
- → δείτε τις λέξεις επί, βραβεύω και βραβείο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επιβραβεύω | επιβράβευα | θα επιβραβεύω | να επιβραβεύω | επιβραβεύοντας | |
| β' ενικ. | επιβραβεύεις | επιβράβευες | θα επιβραβεύεις | να επιβραβεύεις | επιβράβευε | |
| γ' ενικ. | επιβραβεύει | επιβράβευε | θα επιβραβεύει | να επιβραβεύει | ||
| α' πληθ. | επιβραβεύουμε | επιβραβεύαμε | θα επιβραβεύουμε | να επιβραβεύουμε | ||
| β' πληθ. | επιβραβεύετε | επιβραβεύατε | θα επιβραβεύετε | να επιβραβεύετε | επιβραβεύετε | |
| γ' πληθ. | επιβραβεύουν(ε) | επιβράβευαν επιβραβεύαν(ε) |
θα επιβραβεύουν(ε) | να επιβραβεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επιβράβευσα | θα επιβραβεύσω | να επιβραβεύσω | επιβραβεύσει | ||
| β' ενικ. | επιβράβευσες | θα επιβραβεύσεις | να επιβραβεύσεις | επιβράβευσε | ||
| γ' ενικ. | επιβράβευσε | θα επιβραβεύσει | να επιβραβεύσει | |||
| α' πληθ. | επιβραβεύσαμε | θα επιβραβεύσουμε | να επιβραβεύσουμε | |||
| β' πληθ. | επιβραβεύσατε | θα επιβραβεύσετε | να επιβραβεύσετε | επιβραβεύστε | ||
| γ' πληθ. | επιβράβευσαν επιβραβεύσαν(ε) |
θα επιβραβεύσουν(ε) | να επιβραβεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επιβραβεύσει | είχα επιβραβεύσει | θα έχω επιβραβεύσει | να έχω επιβραβεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις επιβραβεύσει | είχες επιβραβεύσει | θα έχεις επιβραβεύσει | να έχεις επιβραβεύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει επιβραβεύσει | είχε επιβραβεύσει | θα έχει επιβραβεύσει | να έχει επιβραβεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επιβραβεύσει | είχαμε επιβραβεύσει | θα έχουμε επιβραβεύσει | να έχουμε επιβραβεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε επιβραβεύσει | είχατε επιβραβεύσει | θα έχετε επιβραβεύσει | να έχετε επιβραβεύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν επιβραβεύσει | είχαν επιβραβεύσει | θα έχουν επιβραβεύσει | να έχουν επιβραβεύσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.