επανεκλογή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επανεκλογή οι επανεκλογές
      γενική της επανεκλογής των επανεκλογών
    αιτιατική την επανεκλογή τις επανεκλογές
     κλητική επανεκλογή επανεκλογές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επανεκλογή < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

επανεκλογή θηλυκό

  • η εκλογή κάποιου σε ένα αιρετό αξίωμα για δεύτερη (ή και τρίτη κ.ο.κ) φορά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.