επανακεφαλαιοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επανακεφαλαιοποίηση οι επανακεφαλαιοποιήσεις
      γενική της επανακεφαλαιοποίησης* των επανακεφαλαιοποιήσεων
    αιτιατική την επανακεφαλαιοποίηση τις επανακεφαλαιοποιήσεις
     κλητική επανακεφαλαιοποίηση επανακεφαλαιοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επανακεφαλαιοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επανακεφαλαιοποίηση < επανα- + κεφαλαιοποίηση  δείτε τη λέξη ανακεφαλαιοποίηση

Προφορά

ΔΦΑ : /e.pa.na.ce.fa.le.oˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επανακεφαλαιοποίηση

Ουσιαστικό

επανακεφαλαιοποίηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.