επαναδιαπραγμάτευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επαναδιαπραγμάτευση | οι | επαναδιαπραγματεύσεις |
| γενική | της | επαναδιαπραγμάτευσης* | των | επαναδιαπραγματεύσεων |
| αιτιατική | την | επαναδιαπραγμάτευση | τις | επαναδιαπραγματεύσεις |
| κλητική | επαναδιαπραγμάτευση | επαναδιαπραγματεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επαναδιαπραγματεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επαναδιαπραγμάτευση < επανα- + διαπραγμάτευσις
Ουσιαστικό
επαναδιαπραγμάτευση θηλυκό
- διαπραγμάτευση ξανά από την αρχή
- επαναδιαπραγμάτευση του χρέους
Μεταφράσεις
επαναδιαπραγμάτευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.