επαναγορά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επαναγορά οι επαναγορές
      γενική της επαναγοράς των επαναγορών
    αιτιατική την επαναγορά τις επαναγορές
     κλητική επαναγορά επαναγορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επαναγορά < επαν- + αγορά

Ουσιαστικό

επαναγορά θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.