επαλειψούλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επαλειψούλα οι επαλειψούλες
      γενική της επαλειψούλας
    αιτιατική την επαλειψούλα τις επαλειψούλες
     κλητική επαλειψούλα επαλειψούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επαλειψούλα < επάλειψη + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

Ουσιαστικό

επαλειψούλα θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές

  • επαλειψούλα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.