επαγγέλλομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επαγγέλλομαι < αρχαία ελληνική ἐπαγγέλλομαι, μέση φωνή του ἐπαγγέλλω < ἐπί + ἀγγέλλω

Ρήμα

επαγγέλλομαι

  1. υπόσχομαι
  2. ασκώ ένα επάγγελμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.