ἐπαγγέλλομαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρήμα

ἐπαγγέλλομαι

  1. διατάζω [[Κατηγορία:Σελίδες που χρειάζονται προσοχή (Πρότυπο:να δημιουργηθεί και το ενεργητικό, να ελεγχθούν οι ορισμοί)]]
  2. υπόσχομαι
  3. έχω ως επάγγελμα

Συγγενικά

  • τό ἐπάγγελμα (κενή υπόσχεση και επάγγελμα με τη σημερινή έννοια)
  • ἐπαγγελτικός (που συνηθίζει να υπόσχεται)
  • ἡ ἐπαγγελία (διαταγή, υπόσχεση, καταγγελία)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.