επί ποδός πολέμου
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pi‿poˈðos poˈle.mu/
Έκφραση
επί ποδός πολέμου
- (κυριολεκτικά) ετοιμοπόλεμος, σε περίοδο ή κατάσταση κατά την οποία προετοιμαζόμαστε για πόλεμο
- (μεταφορικά) με επιθετική διάθεση και έτοιμοι για καβγά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.