πιστώσει
Νέα ελληνικά
(el)
Ρηματικός τύπος
πιστώσει
απαρέμφατο αορίστου του ρήματος
πιστώνω
(
να, ας, αν, ίσως κλπ
)
γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος
πιστώνω
θα πιστώσει
:
γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος
πιστώνω
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
πιστώσει
θηλυκό
δοτική
ενικού
του
πίστωσις
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.