επίναυλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | επίναυλος | οι | επίναυλοι |
| γενική | του | επίναυλου & επιναύλου |
των | επίναυλων & επιναύλων |
| αιτιατική | τον | επίναυλο | τους | επίναυλους & επιναύλους |
| κλητική | επίναυλε | επίναυλοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈpi.na.vlos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πί‐ναυ‐λος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.