εξωφρενισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εξωφρενισμός | οι | εξωφρενισμοί |
| γενική | του | εξωφρενισμού | των | εξωφρενισμών |
| αιτιατική | τον | εξωφρενισμό | τους | εξωφρενισμούς |
| κλητική | εξωφρενισμέ | εξωφρενισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξωφρενισμός < εξωφρενικός + -ισμός
Ουσιαστικό
εξωφρενισμός αρσενικό
- το να είναι ή να εμφανίζεται κάτι (καταστάσεις, κουβέντες κ.λπ.) εξωφρενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.