εξπρές
Νέα ελληνικά (el)
Επίθετο
εξπρές άκλιτο
- χαρακτηρισμός για μεταφορά, αποστολή, εξυπηρέτηση κ.λπ. που επιτελείται ταχύτερα ή πιο άμεσα από το συνηθισμένο
- ↪ για την αποστολή του εμβάσματος μπορείς να επιλέξεις μεταξύ της απλής και της εξπρές διαδικασίας
Ουσιαστικό
εξπρές ουδέτερο άκλιτο
- μεταφορικό μέσο που πραγματοποιεί το δρομολόγιό του χωρίς να σταματά σε όλες τις ενδιάμεσες στάσεις ή και καθόλου, και συνεπώς φτάνει στον προορισμό του γρήγορα
- ↪ αν πάρεις το εξπρές για το αεροδρόμιο θα είσαι εκεί ίσως σε λιγότερο από μισή ώρα, αλλιώς, με τα άλλα λεωφορεία θα κάνεις πάνω από το διπλάσιο χρόνο
Επίρρημα
εξπρές (τροπικό)
- γρήγορα, άμεσα
- ↪ αν στείλετε το γράμμα εξπρές θα σας κοστίσει τα τριπλά χρήματα, αλλά αύριο κιόλας θα έχει επιδοθεί στον παραλήπτη
Πηγές
- εξπρές - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.