εξονύχιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εξονύχιση | οι | εξονυχίσεις |
| γενική | της | εξονύχισης* | των | εξονυχίσεων |
| αιτιατική | την | εξονύχιση | τις | εξονυχίσεις |
| κλητική | εξονύχιση | εξονυχίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εξονυχίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.