εξελιξικρατία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εξελιξικρατία | οι | εξελιξικρατίες |
| γενική | της | εξελιξικρατίας | των | εξελιξικρατιών |
| αιτιατική | την | εξελιξικρατία | τις | εξελιξικρατίες |
| κλητική | εξελιξικρατία | εξελιξικρατίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
εξελιξικρατία θηλυκό
- θεωρία κατά την οποία επικρατεί η εξέλιξη / κατά την οποία εξηγείται η εξέλιξη των συστημάτων ή των οργανισμών
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (1998). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Α΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.