ανεξέλεγκτα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανεξέλεγκτα < ανεξέλεγκτος
Επίρρημα
ανεξέλεγκτα
- κατά τρόπο ανεξέλεγκτο, χωρίς έλεγχο
- ο πληθωρισμός ανέβαινε ανεξέλεγκτα και τα νοικοκυριά οδηγούνταν σε πτώχευση
Μεταφράσεις
ανεξέλεγκτα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.