ἐξέρχομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ἐξέρχομαι
- βγαίνω έξω, εξέρχομαι
- (για κατηγορούμενο) βγαίνω από τη χώρα για να αποφύγω κατηγορία
- εκστρατεύω
- (με αιτιατική πράγματος) εκτελώ κάτι, τελειώνω κάτι
- τὸ πολὺ τοῦ ἔργου ἐξῆλθον
- (για χρονικές περιόδους) περνώ, λήγω
- τοῦ ἐξελθόντος μηνός
- (για αξιώματα) ολοκληρώνω θητεία
- ἡ ἐξελθοῦσα βουλή
- (για προφητείες, όνειρα κλπ) βγαίνω αληθινός, εκπληρώνομαι
- (για αγαθά) εξάγομαι
Αναφορές
- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.