ἐξέρχομαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἐξέρχομαι < ἐξ + ἔρχομαι

Ρήμα

ἐξέρχομαι

  1. βγαίνω έξω, εξέρχομαι
  2. (για κατηγορούμενο) βγαίνω από τη χώρα για να αποφύγω κατηγορία
  3. εκστρατεύω
  4. (με αιτιατική πράγματος) εκτελώ κάτι, τελειώνω κάτι
  5. τὸ πολὺ τοῦ ἔργου ἐξῆλθον
  6. (για χρονικές περιόδους) περνώ, λήγω
    τοῦ ἐξελθόντος μηνός
  7. (για αξιώματα) ολοκληρώνω θητεία
    ἐξελθοῦσα βουλή
  8. (για προφητείες, όνειρα κλπ) βγαίνω αληθινός, εκπληρώνομαι
  9. (για αγαθά) εξάγομαι

Αναφορές

  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.