sublimation
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
sublimation (en)
- (φυσική, χημεία) η εξάχνωση, η μετατροπή ενός στερεού σε αέριο χωρίς να μεσολαβήσει η υγρή κατάσταση
- (ψυχολογία) η μετουσίωση
- (προσοχή, το ερμήνευμα αυτό αφορά μόνο τον ψυχολογικό μηχανισμό άμυνας)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.