εξάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εξάρι | τα | εξάρια |
| γενική | του | εξαριού | των | εξαριών |
| αιτιατική | το | εξάρι | τα | εξάρια |
| κλητική | εξάρι | εξάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

τα τέσσερα εξάρια μιας τράπουλας
.jpg.webp)
το εξάρι μιας ομάδας μπάσκετ
Ουσιαστικό
εξάρι ουδέτερο
- το ψηφίο έξι
- (κατ’ επέκταση) κάθε τι που αποτελείται από έξι ομοειδή αντικείμενα
- διαμέρισμα με έξι κύρια δωμάτια
- (κατ’ επέκταση) κάθε τι που αποτελεί τυποποιημένο μέγεθος 6
- το τραπουλόχαρτο με τον αριθμό 6
- βαθμός σε εξετάσεις
- (αθλητισμός) ποδοσφαιριστής που αγωνίζεται στην κεντροαμυντική θέση της σύνθεσης
Συγγενικά
- εξάρα
- εξαράκι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.