εννοιόγραμμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εννοιόγραμμα | τα | εννοιογράμματα |
| γενική | του | εννοιογράμματος | των | εννοιογραμμάτων |
| αιτιατική | το | εννοιόγραμμα | τα | εννοιογράμματα |
| κλητική | εννοιόγραμμα | εννοιογράμματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εννοιόγραμμα < εννοιοδιάγραμμα με απαλοιφή του δια- (απλολογία)
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.niˈo.ɣɾa.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐νοι‐ό‐γραμ‐μα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.