ενιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ενιστής οι ενιστές
      γενική του ενιστή των ενιστών
    αιτιατική τον ενιστή τους ενιστές
     κλητική ενιστή ενιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ενιστής < ενισμός + -ιστής

Ουσιαστικό

ενιστής αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.