ενιαχού

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ενιαχού < αρχαία ελληνική ἐνιαχοῦ < ἔνιοι < εἷς < πρωτοελληνική *hens < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sḗm / *smih₂ (ένας, εἷς)

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ni.aˈxu/

Επίρρημα

ενιαχού

  • (αρχαιοπρεπές) σε ορισμένους τόπους

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.