ἐνιαχοῦ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ἐνιαχοῦ < αρχαία ελληνική ἐνιαχοῦ
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἐνιαχοῦ < ἔνιοι
Επίρρημα
ἐνιαχοῦ
- σε μερικά μέρη, σε μερικά σημεία
- μερικές φορές
- σε μερικές περιπτώσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.