ενιαυσιότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενιαυσιότητα οι ενιαυσιότητες
      γενική της ενιαυσιότητας των ενιαυσιοτήτων
    αιτιατική την ενιαυσιότητα τις ενιαυσιότητες
     κλητική ενιαυσιότητα ενιαυσιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ενιαυσιότητα < ενιαύσιος

Ουσιαστικό

ενιαυσιότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα κάποιου πράγματος, όταν αυτό συμβαίνει ετησίως, μια φορά τον χρόνο
    • Μια αρχή κατάρτισης του κρατικού προϋπολογισμού είναι η ενιαυσιότητα.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.