ενδυναμώτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ενδυναμώτρια | οι | ενδυναμώτριες |
| γενική | της | ενδυναμώτριας | των | ενδυναμωτριών |
| αιτιατική | την | ενδυναμώτρια | τις | ενδυναμώτριες |
| κλητική | ενδυναμώτρια | ενδυναμώτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ενδυναμώτρια < ενδυναμωτής + -τρια
Μεταφράσεις
ενδυναμώτρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.