ενδοτισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ενδοτισμός | οι | ενδοτισμοί |
| γενική | του | ενδοτισμού | των | ενδοτισμών |
| αιτιατική | τον | ενδοτισμό | τους | ενδοτισμούς |
| κλητική | ενδοτισμέ | ενδοτισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ενδοτισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.