ενδοκρινικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ενδοκρινικό | τα | ενδοκρινικά |
| γενική | του | ενδοκρινικού | των | ενδοκρινικών |
| αιτιατική | το | ενδοκρινικό | τα | ενδοκρινικά |
| κλητική | ενδοκρινικό | ενδοκρινικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ενδοκρινικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ενδοκρινικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.
Ουσιαστικό
ενδοκρινικό ουδέτερο
- (ιατρική, φαρμακευτική) ονομασία κατηγορίας φαρμάκου που χορηγείται για τη θεραπεία ενδοκρινικών παθήσεων, διεγείροντας ή αναστέλλοντας ενδοκρινείς λειτουργίες.
Μεταφράσεις
ενδοκρινικό
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ενδοκρινικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του ενδοκρινικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ενδοκρινικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.