εμπόδισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εμπόδισμα τα εμποδίσματα
      γενική του εμποδίσματος των εμποδισμάτων
    αιτιατική το εμπόδισμα τα εμποδίσματα
     κλητική εμπόδισμα εμποδίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμπόδισμα < αρχαία ελληνική ἐμπόδισμα

Ουσιαστικό

εμπόδισμα ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.