εμμηνορραγία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εμμηνορραγία | οι | εμμηνορραγίες |
| γενική | της | εμμηνορραγίας | των | εμμηνορραγιών |
| αιτιατική | την | εμμηνορραγία | τις | εμμηνορραγίες |
| κλητική | εμμηνορραγία | εμμηνορραγίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εμμηνορραγία < έμμηνος + ρήγνυμι
Μεταφράσεις
εμμηνορραγία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.