ελλοχεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ελλοχεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐλλοχ(ῶ) ( < ἐν- + -λοχῶ < λόχος) + -εύω, ενδεχομένως κατά το παραμονεύω[1]

Ρήμα

  1. παραμονεύω, καραδοκώ
     συνώνυμα: ενεδρεύω
  2. (μεταφορικά) κάτι κακό που είναι κρυμμένο, που υποβόσκει ή υφέρπει κι είναι έτοιμο να εκδηλωθεί

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.