ελιόδεντρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ελιόδεντρο | τα | ελιόδεντρα |
| γενική | του | ελιόδεντρου | των | ελιόδεντρων |
| αιτιατική | το | ελιόδεντρο | τα | ελιόδεντρα |
| κλητική | ελιόδεντρο | ελιόδεντρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ελιόδεντρο
|
Πηγές
- ελιόδεντρο - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.