ελικοβακτηρίδιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ελικοβακτηρίδιο τα ελικοβακτηρίδια
      γενική του ελικοβακτηριδίου
& ελικοβακτηρίδιου
των ελικοβακτηριδίων
    αιτιατική το ελικοβακτηρίδιο τα ελικοβακτηρίδια
     κλητική ελικοβακτηρίδιο ελικοβακτηρίδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ελικοβακτηρίδιο < έλικα +βακτηρίδιο

Ουσιαστικό

ελικοβακτηρίδιο ουδέτερο

  • βακτηρίδιο συνήθως αναφερόμενο συνήθως στο ελικοβακτήριο του πυλωρού (Helicobacter pylori), αρχικά γνωστό ως Campylobacter Pyloridis, είναι ένα Gram(-) αρνητικό μικροαερόφιλο βακτήριο που εντοπίζεται στον στόμαχο.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.