ελεφαντίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ελεφαντίνα | οι | ελεφαντίνες |
| γενική | της | ελεφαντίνας | των | ελεφαντίνων |
| αιτιατική | την | ελεφαντίνα | τις | ελεφαντίνες |
| κλητική | ελεφαντίνα | ελεφαντίνες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.