γεννητάτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα γεννητάτα
      γενική των γεννητάτων
    αιτιατική τα γεννητάτα
     κλητική γεννητάτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γεννητάτα < γεννητ(άτος) + -άτα (ουδέτερο) πληθυντικός)

Ουσιαστικό

γεννητάτα ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.