εκφοβιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκφοβιστής οι εκφοβιστές
      γενική του εκφοβιστή των εκφοβιστών
    αιτιατική τον εκφοβιστή τους εκφοβιστές
     κλητική εκφοβιστή εκφοβιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκφοβιστής < εκφοβίζω + -τής

Ουσιαστικό

εκφοβιστής αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.