εκφαύλιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εκφαύλιση | οι | εκφαυλίσεις |
| γενική | της | εκφαύλισης* | των | εκφαυλίσεων |
| αιτιατική | την | εκφαύλιση | τις | εκφαυλίσεις |
| κλητική | εκφαύλιση | εκφαυλίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εκφαυλίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ekˈfa.vli.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐φαύ‐λι‐ση
Μεταφράσεις
εκφαύλιση
|
→ δείτε τη λέξη εκφαυλισμός |
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- εκφαύλιση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.