εκφασισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκφασισμός οι εκφασισμοί
      γενική του εκφασισμού των εκφασισμών
    αιτιατική τον εκφασισμό τους εκφασισμούς
     κλητική εκφασισμέ εκφασισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκφασισμός < εκ- + φασισμός

Ουσιαστικό

εκφασισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.