εκτινάσσω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκτινάσσω < αρχαία ελληνική ἐκτινάσσω
Ρήμα
εκτινάσσω, στ.μέλλ.: θα εκτινάξω, αόρ.: εκτίναξα, παθ.φωνή: εκτινάσσομαι, μτχ.π.π.: εκτιναγμένος
- ρίχνω κάτι με σφοδρότητα προς τα πάνω ή προς τα έξω
- Η δύναμη της πρόσκρουσης εκτίναξε στην ατμόσφαιρα υλικά 600 τρισεκατομμυρίων τόνων ... (Διονύσης Π. Σιμόπουλος, "Ο Μεγάλος Αφανισμός", εφημερίδα ΕΘΝΟΣ, 13-3-2010)
- αυξάνω απότομα ένα μέγεθος
- η αύξηση του ΦΠΑ θα εκτινάξει τον πληθωρισμό σε πρωτόγνωρα επίπεδα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.