εκπληρωτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκπληρωτής οι εκπληρωτές
      γενική του εκπληρωτή των εκπληρωτών
    αιτιατική τον εκπληρωτή τους εκπληρωτές
     κλητική εκπληρωτή εκπληρωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκπληρωτής < εκπληρώνω + -τής

Ουσιαστικό

εκπληρωτής αρσενικό

Μεταφράσεις

Πηγές

  • εκπληρωτής - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.