εκπίεσμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εκπίεσμα τα εκπιέσματα
      γενική του εκπιέσματος των εκπιεσμάτων
    αιτιατική το εκπίεσμα τα εκπιέσματα
     κλητική εκπίεσμα εκπιέσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκπίεσμα < (ελληνιστική κοινή) ἐκπίεσμα

Ουσιαστικό

εκπίεσμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.