εκμαυλίστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκμαυλίστρια οι εκμαυλίστριες
      γενική της εκμαυλίστριας των εκμαυλιστριών
    αιτιατική την εκμαυλίστρια τις εκμαυλίστριες
     κλητική εκμαυλίστρια εκμαυλίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκμαυλίστρια < εκμαυλιστής + -τρια

Ουσιαστικό

εκμαυλίστρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.