εκλεκτισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκλεκτισμός οι εκλεκτισμοί
      γενική του εκλεκτισμού των εκλεκτισμών
    αιτιατική τον εκλεκτισμό τους εκλεκτισμούς
     κλητική εκλεκτισμέ εκλεκτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκλεκτισμός < εκλεκτ(ός) + -ισμός, λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) αγγλική eclectism, μορφή του eclecticism

Ουσιαστικό

εκλεκτισμός αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.