εκλέπτυνση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκλέπτυνση οι εκλεπτύνσεις
      γενική της εκλέπτυνσης* των εκλεπτύνσεων
    αιτιατική την εκλέπτυνση τις εκλεπτύνσεις
     κλητική εκλέπτυνση εκλεπτύνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκλεπτύνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκλέπτυνση < αρχαία ελληνική ἐκλέπτυνσις

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈkle.ptin.si/

Ουσιαστικό

εκλέπτυνση θηλυκό

  • βελτίωση από αισθητική και ηθική άποψη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.