εκκλησιολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκκλησιολογία οι εκκλησιολογίες
      γενική της εκκλησιολογίας των εκκλησιολογιών
    αιτιατική την εκκλησιολογία τις εκκλησιολογίες
     κλητική εκκλησιολογία εκκλησιολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκκλησιολογία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

εκκλησιολογία θηλυκό

  • κλάδος της θεολογίας που μελετά τη φύση και το σκοπό της Εκκλησίας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.