εκκλησιαστικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκκλησιαστικά < εκκλησιαστικός +

Επίρρημα

εκκλησιαστικά

  1. με τρόπο που συνάδει προς το εκκλησιαστικό ήθος
  2. από την άποψη της εκκλησίας

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

εκκλησιαστικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.