εκκλησιάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εκκλησιάρης | οι | εκκλησιάρηδες |
| γενική | του | εκκλησιάρη | των | εκκλησιάρηδων |
| αιτιατική | τον | εκκλησιάρη | τους | εκκλησιάρηδες |
| κλητική | εκκλησιάρη | εκκλησιάρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
εκκλησιάρης αρσενικό (θηλυκό: εκκλησάρισσα / εκκλησιάρισσα)
- (θρησκεία) (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του εκκλησάρης
Μεταφράσεις
εκκλησιάρης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.