εκκεντρότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκκεντρότητα οι εκκεντρότητες
      γενική της εκκεντρότητας των εκκεντροτήτων
    αιτιατική την εκκεντρότητα τις εκκεντρότητες
     κλητική εκκεντρότητα εκκεντρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκκεντρότητα < έκκεντρο + -ότητα

Ουσιαστικό

εκκεντρότητα θηλυκό

  • μέγεθος που χαρακτηρίζει το σχήμα κάθε κωνικής τομής, ένας μη αρνητικός πραγματικός αριθμός που συμβολίζεται διεθνώς με το γράμμα e. Ουσιαστικά είναι ένα μέτρο του πόσο η κωνική τομή «απέχει» από το να είναι τέλειος κύκλος (0 αν είναι τέλειος κύκλος, 1 αν είναι παραβολή, άπειρο αν είναι ευθεία)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.