εκκαθαρίστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκκαθαρίστρια οι εκκαθαρίστριες
      γενική της εκκαθαρίστριας των εκκαθαριστριών
    αιτιατική την εκκαθαρίστρια τις εκκαθαρίστριες
     κλητική εκκαθαρίστρια εκκαθαρίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκκαθαρίστρια < εκκαθαριστής + -τρια

Ουσιαστικό

εκκαθαρίστρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.