εκείθε

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκείθε < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἐκεῖθεν < αρχαία ελληνική ἐκεῖθεν [1] < ἐκεῖ + -θεν

Επίρρημα

εκείθε

Συνώνυμα

  • αποκείθε

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.